κάφα

κάφα
(Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο οποίος είναι το σημαντικότερο προϊόν της χώρας και θεωρείται ότι έλαβε την ονομασία του από την περιοχή. Άλλοι οικονομικοί πόροι της επαρχίας απορρέουν από την εκτροφή βοοειδών, την υφαντουργία, την ξυλουργία, την κατεργασία δερμάτων κ.ά. Εμπορικό κέντρο της περιοχής είναι η Τζίμα. Ιστορία. Παλαιότερα η Κ. αποτελούσε ανεξάρτητο βασίλειο της ανατολικής Αφρικής (16ος-19ος αι.), το οποίο εκτεινόταν στα Ν της Αιθιοπίας και στα Β της λίμνης του Ροδόλφου, ανάμεσα στις κοιλάδες της Σομπάτ και του Όμο Ζιμπιέ. Ιδρύθηκε τον 16o αι. από κάποιον λαό αυτοχθόνων και από Κουσίτες επιδρομείς, τους Μίνζους. Εξελίχθηκε σε σχετικά σύντομο διάστημα, χάρη στην ικανότατη διακυβέρνηση του βασιλικού συμβούλιου και των επάρχων. Αντιστάθηκε επίμονα στις εχθρικές επιθέσεις και διατήρησε ένα ιδιόρρυθμο ανιμιστικό θρήσκευμα, παρά τις προσπάθειες του χριστιανισμού και του ισλαμισμού να εισχωρήσουν σε αυτή. Αν και πλήρωνε φόρο στην Αιθιοπία, η Κ. παρέμεινε ουσιαστικά ανεξάρτητη έως την κατάκτησή της από τον Μενελίκ, ρας (φύλαρχο και αρχηγό) της Χόα (1897).
* * *
κάφα, ἡ (Α)
(λακων. λ.) (κατά τον Ησύχ.) λουτήρας, σκάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla …   Wikipédia en Français

  • Καφάσιος — Καφάσιος, ο (Α) [κάφα] ονομασία μήνα, πιθανώς γιατί κατά την εορτή αυτής τής περιόδου οι δούλοι κρατούσαν κάφας, δηλ. σκάφες …   Dictionary of Greek

  • cofă — CÓFĂ, cofe, s.f. Vas de formă (relativ) cilindrică, făcut din doage de brad, cu o toartă, în care se ţine la ţară apa de băut; doniţă; p. ext. conţinutul unui astfel de vas. ♢ expr. (fam.) A pune (sau a băga pe cineva) în cofă = a întrece pe… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”